απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek